- τυροκομώ
- τυροκόμησα, τυροκομήθηκα, τυροκομημένος, μτβ. και αμτβ., παρασκευάζω τυρί, είμαι τυροκόμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυροκομώ — τυροκομῶ, έω, ΝΑ παρασκευάζω τυρί, τυροποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κομῶ (< κόμος*) πρβλ. ὀρνιθο κόμος] … Dictionary of Greek
τυροκομία — η, Ν 1. η τέχνη τής παρασκευής τυριού 2. ο αντίστοιχος κλάδος τής βιομηχανίας τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek
τυροκομείο — το, ΝΑ [τυροκομῶ] νεοελλ. το εργαστήριο τού τυροκόμου αρχ. 1. αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη τού νωπού τυριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς ἐπιμελείας τυγχάνει» … Dictionary of Greek
τυροποιώ — έω, Α [τυροποιός] τυροκομώ … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek